- παρακλείδιος
- -ον, Α1. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρακλείδιονκλειδαριά, κλειδωνιά, κλείθρο («κιβωτὸς κειμένου παρακλειδίου», πάπ.)2. φρ. «παρακλείδιος κλείς» — αντικλείδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + κλείς, -ειδός «κλειδί» + κατάλ. -ιος].
Dictionary of Greek. 2013.